Να επιταχύνουμε το βηματισμό μας
Παρά την εντεινόμενη αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τη νέα χρονιά παραμένουν θετικές. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού και της Ε.Ε. η χώρα θα συνεχίσει να σημειώνει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, τόσο το 2024 όσο και το 2025, με βασικό μοχλό την αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η δυναμική αυτή αντισταθμίζει σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις της νομισματικής σύσφιγξης και της αύξησης του κόστους δανεισμού, που καθηλώνει την ανάπτυξη στην ευρωζώνη.
Οι πόροι που έχουν εξασφαλιστεί μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αντιστοιχούν στο 17% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να έχει εκταμιεύσει ήδη 12,8 δισ. ευρω και άλλα 23 δισ. ευρώ να αναμένονται έως το τέλος του 2026. Παράλληλα, η σταδιακή μείωση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι εξελίξεις είναι επίσης θετικές, καθώς η χώρα έχει επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ το 2024 αναμένεται για πρώτη φορά μείωση του δημοσίου χρέους σε απόλυτους αριθμούς. Αναμένεται, επίσης, στο επόμενο διάστημα, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας και από τους οίκους Moody’s και Fitch.
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δημιουργεί άμεσα οφέλη, μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού για το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και της διεύρυνσης των δυνατοτήτων για την προσέλκυση επενδύσεων. Παρέχει, επίσης, ένα ισχυρό εφόδιο στην προσπάθεια της χώρας να αντιμετωπίσει σε βάθος χρόνου δύο σημαντικές προκλήσεις: η πρώτη αφορά την ομαλή εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους μετά το 2032, όταν η Ελλάδα θα αρχίσει να πληρώνει τοκοχρεολύσια και για τα δάνεια που έχει λάβει από το EFSF και τον ESM. Η δεύτερη πρόκληση σχετίζεται με την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, η οποία εκ των πραγμάτων θα αυξήσει τις δαπάνες υγείας και τις δαπάνες για συντάξεις, ενώ θα μειώνεται παράλληλα το εργατικό δυναμικό.
Κρίσιμο ζητούμενο σήμερα είναι να μην πέσουμε στην παγίδα του εφησυχασμού. Είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η μεταρρυθμιστική δυναμική, που διαμορφώθηκε το προηγούμενο διάστημα, ώστε να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Χρειάζεται να προωθηθούν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, για τη μείωση της γραφειοκρατίας, την αξιοκρατική επιλογή διευθυντών, τον προσδιορισμό ποιοτικών και ποσοτικών στόχων. Είναι, επίσης, σημαντικό να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, ώστε να μπορέσει να μειωθεί περαιτέρω η φορολογική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους.
Η οικοδόμηση μιας δυναμικά αναπτυσσόμενης και ανθεκτικής οικονομίας προϋποθέτει, επίσης, την ενίσχυση των επενδύσεων στην έρευνα και την καινοτομία, την αποτελεσματικότερη σύνδεση της εκπαίδευσης με τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς, την προώθηση της βιώσιμης μετάβασης με επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες και πρακτικές, την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, τη διεύρυνση του αριθμού των μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, καθώς και τη στήριξη του βιομηχανικού κλάδου με έμφαση στην διαχείριση του κόστους της ενέργειας.
Τέλος, χρειάζεται η χώρα να προετοιμαστεί κατάλληλα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, με τολμηρά κίνητρα και μέτρα για τη στήριξη της οικογένειας, με οργανωμένη προσέλκυση εργατικού δυναμικού μέσω διακρατικών συμφωνιών, αλλά και με μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα – όπως η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στην επικουρική ασφάλιση – ώστε να προστατευθούν οι ασφαλισμένοι από τις αρνητικές δημογραφικές τάσεις.
Η πρόοδος της χώρας και της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια είναι αδιαμφισβήτητη. Όμως, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί, αν θέλουμε να ανταποκριθούμε με επιτυχία στις προκλήσεις που φέρνει το μέλλον. Το 2024, μπορούμε να επιταχύνουμε τα βήματά μας.