Λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους ιδρύθηκαν τα πρώτα Επιμελητήρια, με το Β.Δ. της 22ης Μαϊου 1836 “Περί συστάσεως εμπορικών επιμελητηρίων και εμπορικών εταιριών”.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην πόλη της Αθήνας ιδρύθηκε, το 1841, το Εμπορικό Επιμελητήριο Αθηνών.
Η λειτουργία όμως του νέου Ελληνικού Κράτους παρουσίαζε πολλά προβλήματα και για το λόγο αυτό η πρώτη περίοδος ύπαρξης των Ελληνικών Εμπορικών Επιμελητηρίων συνοδευόταν από πολλές αυξανόμενες δυσκολίες οι οποίες, οδήγησαν, μετά το 1875, στην ουσιαστική υποβάθμιση του θεσμού.
Οι μεταβολές που επήλθαν, στις αρχές του 20ου αιώνα, στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου σε συνδυασμό με την αλματώδη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, έδωσαν μιά νέα πνοή στον επιμελητηριακό θεσμό, γεγονός το οποίο σηματοδοτείται με το νόμο 184 / 1914 “Περί συστάσεως εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων”, η δομή και λειτουργία των οποίων στηρίζεται στο γαλλογερμανικό πρότυπο.
Ο Νόμος αυτός προέβλεπε “την ίδρυση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων στις πρωτεύουσες των Νομών θεωρουμένων ως Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και σκοπούντων στην προστασία και προαγωγή των εμπορικών και βιομηχανικών συμφερόντων της περιφερείας των”, επίσης προέβλεπε ότι ” Μέλη των επιμελητηρίων ήταν υποχρεωτικά πάντες οι έμποροι οι ασκούντες επιτήδευμα”.
Στα νέα αυτά νομοθετικά πλαίσια, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών ιδρύθηκε από 30-11-1914, άρχισε δε να λειτουργεί το Φεβρουάριο του 1919.
Το ΕΒΕΑ, στα χρόνια που ακολούθησαν, συμβουλεύοντας την Πολιτεία σε μια σειρά από ζητήματα που συνδέονται, στενά, με την οικονομική ανάπτυξη αλλά και την πρόοδο, συνέβαλε, αποφασιστικά, στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων και την προώθηση λύσεων, επωφελών για την εθνική οικονομία.
Η ενεργός παρουσία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών δεν διακόπηκε ούτε στις δύσκολες στιγμές που γνώρισε ο τόπος και παρά τις ανυπέρβλητες σχεδόν δυσκολίες που παρουσιάστηκαν, τόσο οι διοικήσεις όσο και το υπαλληλικό προσωπικό έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους, δίνοντας ένα χειροπιαστό και συγχρόνως σεμνό παράδειγμα κοινωνικής αλληλεγγύης και φιλοπατρίας.
Ο νόμος 1089/80 αντικατέστησε το αρχικό νόμο, που είχε υποστεί αρκετές τροποποιήσεις (με την ίδρυση αυτοτελών Βιοτεχνικών και Επαγγελματικών Επιμελητηρίων, τα οποία διαχωρίστηκαν από τα Εμπορικά και Βιομηχανικά κλπ).
Ο νόμος αυτός διατήρησε τη μορφή των Επιμελητηρίων ως ΝΠΔΔ και την υποχρεωτικότητα της εγγραφής των ασκούντων “εμπορική δραστηριότητα” ως μελών των, καθόρισε τους σκοπούς και τις δραστηριότητές των και οργάνωσε τη δομή και τη λειτουργία των Επιμελητηρίων σύμφωνα με τις τότε εθνικές ανάγκες και τα διεθνή πρότυπα, με μόνο, ίσως, μειονέκτημα την ασφυκτική διοικητική και διαχειριστική εποπτεία των από την κεντρική εξουσία ( Υπουργείο Εμπορίου ).
Η ένταξη, το 1981, της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ως και η συνεχής διεύρυνση της Κοινότητας τόσο προς Νότο όσο και, στην συνέχεια, προς Βορρά, οδήγησε προοδευτικά το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών σε μία διαφοροποίηση του προβληματισμού του ως και της κλίμακας των παρεμβάσεών του.
Οι νέες ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους κόλπους της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και η, μερική, υποκατάσταση μιας αποκλειστικής εθνικής διάστασης των προβλημάτων και τρόπου δράσης από μια αντίστοιχη ευρωπαϊκή, έθεσαν επιτακτικά την ανάγκη μιας, τροποποιημένης, επιμελητηριακής δράσης, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσαν τους, φυσικούς, δεσμούς του ΕΒΕΑ με τα άλλα επιμελητήρια της Κοινότητας.
Η ανάδειξη του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και η συνεχώς αυξανόμενη ένταση του ανταγωνισμού επιβάλλουν, ως είναι φυσικό την εντατικοποίηση των προσπαθειών προς την κατεύθυνση αυτή.
Πεποίθηση, τόσο της διοίκησης όσο και του υπαλληλικού δυναμικού του ΕΒΕΑ είναι ότι, παρά τις αναμφισβήτητες δυσκολίες που υπάρχουν, θα μπορέσουν να ανταποκριθούν με επιτυχία και στη νέα αυτή πρόκληση επ’ ωφελεία τόσο της ελληνικής επιχείρησης όσο και της εθνικής οικονομίας.