Με κοινή προσπάθεια, η ελληνική οικονομία μπορεί να παραμείνει σε θετική τροχιά
Το 2022 ήταν μια ακόμη χρονιά που σημαδεύτηκε από πρωτόγνωρες προκλήσεις. Η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η άνοδος του πληθωρισμού ανέτρεψαν την πορεία ανάκαμψης από την υγειονομική κρίση και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να προκαλούν ισχυρές πιέσεις στις οικονομίες, στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, όλης της Ευρώπης.
Μέσα σε αυτό το ταραγμένο τοπίο, η οικονομία και οι επιχειρήσεις της Ελλάδας συνέχισαν να παρουσιάζουν αξιοσημείωτες αντοχές και επιδόσεις. Το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε με ρυθμό διπλάσιο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ και τα αποτελέσματα σε δημοσιονομικό επίπεδο ήταν καλύτερα των στόχων που είχαν αρχικά τεθεί. Επίσης, το γεγονός ότι η οικονομική μεγέθυνση συνοδεύτηκε από μείωση της ανεργίας και εντυπωσιακή άνοδο δεικτών, όπως οι εξαγωγές και οι επενδύσεις, δείχνει ότι η ανάπτυξη αποκτά πλέον αισθητά βελτιωμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Τα μέτρα στήριξης που έλαβε η Πολιτεία συνέβαλαν ώστε να μετριαστεί ο αντίκτυπος της κρίσης στην πραγματική οικονομία. Είναι, επίσης, ορατό το θετικό αποτύπωμα μιας σειράς μεταρρυθμίσεων και παρεμβάσεων, που βελτίωσαν το επιχειρηματικό περιβάλλον τα τελευταία χρόνια, όπως, όπως η μείωση φορολογικών συντελεστών, η πρόοδος σε θέματα ψηφιακής διακυβέρνησης, η απλοποίηση διαδικασιών και η απομάκρυνση γραφειοκρατικών και χωροταξικών εμποδίων στην αδειοδότηση επενδύσεων κ.ά.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας είχαν οι ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες μέσα από διαδοχικές κρίσεις, έχουν καταφέρει όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους. Στη διάρκεια του 2022, οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποί τους επιβεβαίωσαν για μια ακόμη φορά, ότι μπορούν να αντιστέκονται στις δυσκολίες και να μετατρέπουν κάθε ευνοϊκή μεταρρύθμιση σε όφελος για την οικονομία και την απασχόληση.
Το 2023 οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες θα αντιμετωπίσουν συνθήκες ύφεσης, ωστόσο η Ελλάδα αναμένεται ότι θα διατηρήσει καλύτερες συγκριτικά επιδόσεις και – παρά την επιβράδυνση – το ΑΕΠ της χώρας θα συνεχίσει να αυξάνεται, με ρυθμό μεγαλύτερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Οι εκτιμήσεις αυτές εμπεριέχουν βεβαίως σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, καθώς η γεωπολιτική αστάθεια, η αύξηση των επιτοκίων, η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντιδράσει συντονισμένα στην ενεργειακή κρίση, δημιουργούν ένα περιβάλλον εντεινόμενων κινδύνων.
Για τον επιχειρηματικό κόσμο, ζήτημα προτεραιότητας αποτελεί η συνέχιση των προσπαθειών για τη διαχείριση και τη μείωση του ενεργειακού κόστους, με μέτρα που λαμβάνουν υπόψη τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας και τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις. Θα πρέπει, παράλληλα, να δοθεί έμφαση στη μακροπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία της χώρας. Η μετάβαση σε καθαρές και ταυτόχρονα φθηνότερες μορφές ενέργειας, πρέπει να αναδειχθεί σε βασική εθνική προτεραιότητα, αν θέλουμε ανταγωνιστική παραγωγή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Κρίσιμη προτεραιότητα αποτελεί, επίσης, η αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, καθώς και στη διεύρυνση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε εργαλεία και δράσεις χρηματοδότησης, για την υλοποίηση επιχειρηματικών σχεδίων, που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφειά τους. Αυτονόητη, τέλος, προϋπόθεση για τη διασφάλιση της θετικής πορείας της οικονομίας τη χρονιά που έρχεται, είναι η διατήρηση συνθηκών πολιτικής σταθερότητας και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμους τομείς για την ανάπτυξη, όπως είναι η δικαιοσύνη, ο χωροταξικός σχεδιασμός, η απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας κ.ά.
Οι πιέσεις που δέχεται – και θα συνεχίσει να δέχεται – η χώρα από τον εισαγόμενο πληθωρισμό επιβεβαιώνουν την ανάγκη για επιτάχυνση του παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας. Ο μόνος δρόμος για μια οικονομία λιγότερο ευάλωτη στις αναταράξεις του διεθνούς περιβάλλοντος περνά μέσα από την ενίσχυση των παραγωγικών δυνατοτήτων της.
Είναι σημαντικό, επομένως, να επιμείνουμε στην προώθηση επενδύσεων, επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, μεταρρυθμίσεων και έργων, που επιτρέπουν στη χώρα να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλότερη προστιθέμενη αξία και διεθνή ανταγωνιστικότητα. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ παρέχουν μια σημαντική ευκαιρία επιτάχυνσης αυτής της προσπάθειας. Πέρα από τις ενισχύσεις, όμως, απαιτείται ένα σταθερό οικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον, το οποίο εμπνέει ασφάλεια και ευνοεί μακρόπνοα επιχειρηματικά σχέδια. Είναι απαραίτητο, σε αυτό το πλαίσιο, να διασφαλιστεί ότι η χώρα θα παραμείνει προσηλωμένη σε μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, αλλά και σε μια μακροπρόθεσμη μεταρρυθμιστική ατζέντα, η οποία θα εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις.
Καθώς μπαίνουμε σε χρονιά εκλογών, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι – αντί για πλειοδοσία παροχών – θα έχουμε ένα δημιουργικό ανταγωνισμό προτάσεων, για μεταρρυθμίσεις και πολιτικές που θα μας επιτρέψουν να περάσουμε ταχύτερα από μια οικονομία κατανάλωσης και υψηλού δημοσίου χρέους, σε μια οικονομία παραγωγής, καινοτομίας και εξωστρέφειας.
Το 2022 επιβεβαιώθηκε ότι με κοινή προσπάθεια Πολιτείας και επιχειρήσεων, η ελληνική οικονομία μπορεί να τα καταφέρει. Αυτό είναι το μήνυμα που αξίζει να κρατήσουμε και για τη χρονιά που έρχεται, ώστε να διαφυλάξουμε την πρόοδο που επιτεύχθηκε και να ανταποκριθούμε σε νέες προκλήσεις, τοποθετώντας τον πήχη ακόμη ψηλότερα.
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών – εκπροσωπώντας τις επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας – θα συνεχίσει να υπηρετεί αυτή την προσπάθεια, με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.