Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημιουργεί νέα δεδομένα για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας και κυρίως της ευρωπαϊκής. Το ΔΝΤ ετοιμάζεται να αναθεωρήσει επί τα χείρω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, ενώ οι οίκοι αξιολόγησης έχουν ήδη μειώσει ως και 1% τις προβλέψεις τους για το ρυθμό ανάπτυξης παγκόσμια. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αντίστοιχα, αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τον ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη στο 3,7% από 4,2% και για τον πληθωρισμό στο 5,2% από 3,2%. Ανάλογα με τη διάρκεια και την ένταση των επιπτώσεων του πολέμου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι φέτος χαμηλότερη κατά 2 έως 3 μονάδες, σε σχέση την αρχική πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 4,5%.
Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο και για περισσότερες αμυντικές δαπάνες στις χώρες – μέλη, η απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, η κατακόρυφη άνοδος των τιμών των πρώτων υλών και των εμπορευμάτων, η εκτίναξη του κόστους μεταφοράς, η εκτόξευση του πληθωρισμού και η αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων, οι αβεβαιότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων, συνθέτουν ένα νέο περιβάλλον λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας.
Η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη έχει κόστος για όλες τις οικονομίες. Ωστόσο η δική μας παραμένει από τις πλέον ευάλωτες στην Ευρώπη, εξαιτίας της χρόνιας υστέρησης σε όρους παραγωγικότητας, των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων και του υψηλού δημόσιου χρέους. Επίσης, παρά το ότι η Ελλάδα κατάφερε να καλύψει το 2021 τις απώλειες της πανδημίας, το δημοσιονομικό κόστος για τη χώρα ήταν σημαντικό, με δύο χρονιές ελλειμμάτων και αύξησης – αντί μείωσης – του χρέους.
Αυτές είναι οι προκλήσεις, που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η οικονομία και η αγορά. Το πώς θα τις διαχειριστούμε, είναι στο χέρι μας: θα γίνουν αφορμή για να επιστρέψουμε στο λαϊκισμό, ή για να πάμε μπροστά, με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και τολμηρές αποφάσεις;
Όπως όλη η Ευρώπη, έτσι και η Ελλάδα, θα πρέπει να απεξαρτηθεί ενεργειακά από το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Θα πρέπει να γίνει μέλος των νέων ασφαλέστερων δικτύων μεταφοράς ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και Αφρική, να επεκτείνει ακόμα περισσότερο την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, να δημιουργήσει επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους τόσο για την πράσινη ενέργεια όσο και για το υγροποιημένο φυσικό αέριο και – μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη – να βάλει ένα φραγμό στην διεθνή κερδοσκοπία στις τιμές ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ορθές οι προτάσεις της Ελλάδας, για την επιβολή πλαφόν στις χονδρικές.
Παράλληλα, πρέπει να βρεθούν οι αναγκαίοι πόροι για να στηριχτούν κυρίως τα ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά και οι επιχειρήσεις. Η Ευρώπη έδειξε αντανακλαστικά και βρήκε τους πόρους για να αντιμετωπίσει τις ολέθριες συνέπειες από την πανδημία, με τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης. Οφείλει να αντιληφθεί ότι οι συνέπειες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μπορεί να είναι ακόμα πιο σημαντικές.
Το τελευταίο που χρειαζόμαστε, ωστόσο, σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, είναι η επάνοδος του λαϊκισμού. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη που οδήγησαν την Ελλάδα σε δημοσιονομικό και οικονομικό αδιέξοδο της περασμένης δεκαετίας. Ειδικά σήμερα, μέσα σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον όπου το κόστος του χρήματος ανεβαίνει, η χώρα δεν έχει τα περιθώρια να παρουσιάσει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα και αύξηση του χρέους. Πρέπει, αντίθετα, να επιδιώξει την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ώστε να εξασφαλίσει βιώσιμο κόστος δανεισμού για το δημόσιο, αλλά και για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Υπάρχουν φωνές που ζητούν επιστροφή στο λιγνίτη, παραλείποντας να πουν ότι – με το φόρο άνθρακα – παραμένει ακριβότερος, τόσο από το φυσικό αέριο όσο και από την πράσινη ενέργεια. Ποιο θα είναι, επομένως, το όφελος για τον καταναλωτή, για τη βιομηχανία, για το περιβάλλον; Η χρήση λιγνίτη μπορεί να έχει οικονομικό όφελος, μόνο αν αποφασιστεί η μη επιβολή φόρου άνθρακα κατά την περίοδο της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης. Κι αυτή η απόφαση απαιτεί ευρωπαϊκή και όχι μόνο συνεννόηση. Διαφορετικά, το βάρος θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της πράσινης ενέργειας και στην προώθηση κρίσιμων έργων, όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας Αιγύπτου, οι νέοι αποθηκευτικοί χώροι κ.ά.
Προοπτικές και ευκαιρίες για ανάκαμψη υπάρχουν. Οι σημαντικοί πόροι που έχει εξασφαλίσει η χώρα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ, μπορούν να γίνουν ο επιταχυντής της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Με τα κεφάλαια αυτά, έχουμε την ευκαιρία να πραγματοποιήσουμε ένα μεγάλο άλμα στην κατεύθυνση του παραγωγικού, τεχνολογικού, αλλά και θεσμικού μετασχηματισμού της χώρας.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η Ελλάδα καλείται να πετύχει έναν εθνικό στόχο: να δημιουργήσει μια οικονομία ισχυρή και ανθεκτική, η οποία προσελκύει μακροχρόνιες επενδύσεις, παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας, επιτρέπει στις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους να αναπτύσσονται και να καινοτομούν. Αυτό το στοίχημα μπορούμε να το κερδίσουμε. Αρκεί η συγκυρία αυτή να μη γίνει αφορμή, για να θυμηθούμε τον κακό μας εαυτό.
Γιάννης Μπρατάκος
Πρόεδρος ΕΒΕΑ