«Να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις για να αλλάξει επίπεδο η ελληνική οικονοµία», Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου
Σαφή θέση υπέρ της συνέχισης των µμεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν την προηγούμενη κυβερνητική θητεία σε κρίσιµους τοµείς της ελληνικής οικονοµίας εκφράζει στο Epsilon7 για την επόµενη µέρα από τον σχηµατισµό νέας κυβέρνησης η Πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Α., κυρία Σοφία Κουνενάκη Εφραίµογλου. Μάλιστα εκφράζει την αισιοδοξία της υποστηρίζοντας: «Πιστεύω ότι αν εφαρµοστούν στο µεγαλύτερό τους ποσοστό οι µεταρρυθµίσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, η ελληνική οικονοµία θα αλλάξει επίπεδο καθώς θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, θα τονωθούν οι εξαγωγές και θα µειωθεί σηµαντικά η ανεργία».
Σε αυτό το πλαίσιο η Πρόεδρος του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου Αθηνών θεωρεί ότι και η αύξηση των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα µπορεί να γίνει πράξη σε ένα περιβάλλον ισχυρής ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας µε παράλληλη περαιτέρω µείωση των ασφαλιστικών εισφορών. «Μόνο αν η ελληνική οικονοµία συνεχίσει να αναπτύσσεται µε ισχυρούς ρυθµούς, θα µπορέσει να σηκώσει το βάρος των υψηλότερων µισθών σε µία διαδικασία που µπορεί να εξελιχθεί οµαλά, χωρίς να απειλεί τη βιωσιµότητα των επιχειρήσεων και χωρίς να συντηρεί την πληθωριστική κρίση», σηµειώνει χαρακτηριστικά.
Σύµφωνα µε την κυρία Κουνενάκη οι ελληνικές επιχειρήσεις ανταποκρίνονται έως τώρα ικανοποιητικά στη διπλή πρόκληση της πράσινης και ψηφιακής µετάβασης, αξιοποιώντας τον Αναπτυξιακό Νόµο και τα Προγράµµατα του Ε.Σ.Π.Α. και του Ταµείου Ανάκαµψης. Από την άλλη πλευρά επισηµαίνει ότι το πρόβληµα της έλλειψης εργαζοµένων σε αρκετούς κλάδους της οικονοµίας απασχολεί ιδιαίτερα την επιχειρηµατική κοινότητα, όπως αναδεικνύεται από τα ευρήµατα σχετικής έρευνας του Ε.Β.Ε.Α.. Γι’ αυτό και τονίζει την ανάγκη να δοθούν από την Πολιτεία περισσότερα κίνητρα προς τις επιχειρήσεις για την υλοποίηση προγραµµάτων κατάρτισης και επανακατάρτισης εργαζοµένων.
Για την αντιµετώπιση των έµφυλων προκαταλήψεων και διακρίσεων στον εργασιακό στίβο, η κυρία Κουνενάκη πιστεύει ότι έχουν γίνει σηµαντικά βήµατα προόδου τα τελευταία χρόνια, καταθέτει όµως µία σειρά προτάσεων για την περαιτέρω βελτίωση της θέσης της γυναίκας: Αναφέρει ότι: «Αν στηρίξουµε τις γυναίκες στον εργασιακό στίβο, τότε πολύ σύντοµα οι επιτυχίες τους θα είναι µέρος της κανονικότητας της αγοράς και τα οφέλη µεγάλα για την κοινωνία και την οικονοµία».
Ποιες είναι οι κυριότερες µεταρρυθµίσεις που ζητά η επιχειρηµατική κοινότητα από τη νέα κυβέρνηση ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, να τονωθούν οι εξαγωγές και να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας;
Βασική προτεραιότητα εκτιµώ πως πρέπει να είναι η συνέχιση της µεταρρυθµιστικής προσπάθειας της τελευταίας τετραετίας. Η κυβέρνηση εφάρµοσε µία σειρά διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων, µέσω των οποίων διαµορφώθηκε ένα πραγµατικά φιλικό προς τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις περιβάλλον. Σε αυτή την προσπάθεια πρέπει να οικοδοµήσουµε ένα ακόµη πιο υποστηρικτικό κλίµα που θα συντηρήσει τους ισχυρούς ρυθµούς ανάπτυξης και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονοµίας. Η µείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, τόσο για ιδιώτες όσο και για επιχειρήσεις, η απλοποίηση της γραφειοκρατίας, η ανακατεύθυνση αυξηµένων πόρων στην Έρευνα και Ανάπτυξη, η καλά σχεδιασµένη και αποτελεσµατική χρήση των κονδυλίων από τον Μηχανισµό Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η εφαρµογή µιας καλά σχεδιασµένης πολιτικής για τη βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονοµίας, είναι µόνο µερικές από τις πιο σηµαντικές µεταρρυθµίσεις. Είναι µεταρρυθµίσεις που πρέπει να συνεχιστούν. Πιστεύω ότι αν εφαρµοστούν στο µεγαλύτερό τους ποσοστό οι µεταρρυθµίσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, η ελληνική οικονοµία θα αλλάξει επίπεδο καθώς θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, θα τονωθούν οι εξαγωγές και θα µειωθεί σηµαντικά η ανεργία.
Το 2024 επανέρχεται ένα σαφώς πιο «σφιχτό» δηµοσιονοµικό πλαίσιο καθώς λήγει εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης η περίοδος χάριτος µε την εφαρµογή της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής. Προβληµατίζει τον επιχειρηµατικό κόσµο η επιστροφή στη «δηµοσιονοµική κανονικότητα», που στην πράξη σηµαίνει δραστική µείωση των κρατικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων που είχαν επιτραπεί λόγω της πανδηµίας;
Τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετηθεί µία ιδιαίτερη συνετή δηµοσιονοµική πολιτική, µέσω της οποίας – και παρά τις µεγάλες ανάγκες για την εφαρµογή επιδοµατικών πολιτικών που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των διαδοχικών κρίσεων της πανδηµίας και της έκρηξης των ενεργειακών τιµών – το ελληνικό δηµόσιο έχει καταφέρει να εµφανίσει πρωτογενές πλεόνασµα νωρίτερα από το αναµενόµενο. Εκτιµώ ότι ο επιχειρηµατικός κόσµος αναγνωρίζει τις προσπάθειες που γίνονται και παράλληλα προετοιµάζεται για µία πιο διατηρήσιµη ανάπτυξη. Γνωρίζει, επίσης, ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της βιώσιµης ανάπτυξης και να ξεφύγει η χώρα από τα προβλήµατα του παρελθόντος, η αγορά δεν µπορεί να λειτουργεί συνεχώς σε καθεστώς κρατικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων. Είναι πολύ θετικό ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αυξήσει σηµαντικά τις επενδύσεις τόσο σχετικά µε τον ψηφιακό µετασχηµατισµό όσο και για την ενίσχυση της εξωστρέφειάς τους. Είναι δύο παράγοντες που θα συµβάλλουν καθοριστικά στην επόµενη ηµέρα της ελληνικής οικονοµίας, όταν θα λειτουργεί υπό συνθήκες «δηµοσιονοµικής κανονικότητας». Όσο η ελληνική οικονοµία θα επιτυγχάνει ισχυρούς ρυθµούς ανάπτυξης και η κυβέρνηση θα εφαρµόζει πολιτικές που βελτιώνουν και ενισχύουν το επιχειρηµατικό κλίµα (όπως η µείωση των φόρων και των εισφορών), ο επιχειρηµατικός κόσµος θα έχει τη δυνατότητα να προσαρµοστεί πιο οµαλά και γρήγορα στη νέα πραγµατικότητα.
Ποια θέση παίρνει το Ε.Β.Ε.Α. στο θέµα της αύξησης των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα που συνοµολογείται ως η κεντρική επιδίωξη της οικονοµικής πολιτικής την επόµενη τετραετία; Υπό ποιες προϋποθέσεις εκτιµάτε ότι θα είναι εφικτό για τις επιχειρήσεις να δώσουν ουσιαστικές αυξήσεις στους µέσους µισθούς, µετά την τελευταία σηµαντική αναπροσαρµογή των κατώτατων αποδοχών;
Η απάντηση και πάλι είναι η «ισχυρή ανάπτυξη». Η µακροπρόθεσµη και βιώσιµη ανάπτυξη που αποτελεί πάγιο αίτηµα της επιµελητηριακής κοινότητας και φυσικά του Ε.Β.Ε.Α., που είναι το επιµελητήριο που εκπροσωπεί 120.000 επιχειρήσεις µε τη µεγαλύτερη συνεισφορά στο ελληνικό ΑΕΠ. Μόνο µέσα από την αύξηση των εισοδηµάτων των νοικοκυριών µπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη της χώρας σε µακροπρόθεσµο ορίζοντα. Την ίδια ώρα, είναι γεγονός ότι η οικονοµία – όχι µόνο η ελληνική αλλά και η διεθνής – θα µπορούσε να βρεθεί αντιµέτωπη µε ένα φαύλο κύκλο αυξήσεων στους µισθούς οι οποίες πυροδοτούν την άνοδο των τιµών και συντηρούν την ακρίβεια, σε ένα επικίνδυνο πληθωριστικό σπιράλ. Είναι επίσης γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν µεγάλα περιθώρια αύξησης των µισθών, κυρίως εξαιτίας των συνεχόµενων κρίσεων που έχουν περάσει από το 2010 έως σήµερα. Γι’ αυτό επιµένω, πως µόνο αν η ελληνική οικονοµία συνεχίσει να αναπτύσσεται µε ισχυρούς ρυθµούς, θα µπορέσει να σηκώσει το βάρος των υψηλότερων µισθών σε µία διαδικασία που µπορεί να εξελιχθεί οµαλά, χωρίς να απειλεί τη βιωσιµότητα των επιχειρήσεων και χωρίς να συντηρεί την πληθωριστική κρίση. Είναι τέλος πολύ σηµαντικό η Πολιτεία να υποστηρίξει τις αυξήσεις των µισθών µέσω της απαραίτητης µείωσης των εργοδοτικών εισφορών, έτσι ώστε να υπάρξουν αµοιβαία οικονοµικά οφέλη για εργαζόµενους και επιχειρήσεις.
Τι προβλήµατα προκαλεί η έλλειψη εργαζοµένων που εντοπίζεται σε αρκετούς κλάδους της οικονοµίας και πως πιστεύετε ότι θα µπορούσαν να µετριαστούν;
Τα συµπεράσµατα πρόσφατης έρευνας του Ε.Β.Ε.Α. για την αγορά εργασίας αναδεικνύουν τόσο το πρόβληµα όσο και τις προτεινόµενες λύσεις. Όσον αφορά το πρόβληµα, περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις δυσκολεύτηκαν το 2022 να βρουν το προσωπικό µε τις κατάλληλες δεξιότητες και δηλώνουν ότι ακόµη και σήµερα δεν έχουν καλύψει τις ανάγκες τους. Περίπου 3 στις 10 επιχειρήσεις κάλυψαν τελικά τις ανάγκες τους σε προσωπικό αλλά όχι εύκολα, το 17,2% εκτιµά ότι είναι πολύ δύσκολο να βρει προσωπικό και ενδέχεται να µην καλύψει τις ανάγκες και µόνο το 3,1% βρήκε εύκολα προσωπικό. Όσο για τις λύσεις, το 77,4% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι υπάρχει µεγάλη ανάγκη για προγράµµατα κατάρτισης των εργαζοµένων ώστε οι επιχειρήσεις να αναβαθµιστούν τεχνολογικά. Το 59,7% των επιχειρήσεων πιστεύει ότι η Τριτοβάθµια εκπαίδευση δεν προσφέρει τις απαιτούµενες γνώσεις στους αποφοίτους της για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, ενώ το 63,5% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι είναι δύσκολο να βρεθούν καλά καταρτισµένοι εργαζόµενοι σε τεχνικές (µη πανεπιστηµιακές) ειδικότητες. Τέλος, το 68,6% των επιχειρήσεων υποστηρίζει ότι η αγορά εργασίας πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη ως προς τη διαδικασία πρόσληψης και απόλυσης.
Σηµαντική πτυχή του θέµατος αυτού αποτελούν και τα προγράµµατα κατάρτισης και επανακατάρτισης εργαζοµένων. Οι περισσότερες επιζητούν τα Προγράµµατα που οργανώνει η Πολιτεία. Τι πρέπει να γίνει κατά τη γνώµη σας, ώστε να διευρυνθεί ο αριθµός των επιχειρήσεων που κάνουν δικά τους, εσωτερικά προγράµµατα;
Πράγµατι, τα στοιχεία δείχνουν ότι χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια σε αυτό το επίπεδο, τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από την Πολιτεία. Σύµφωνα µε τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat[1] , µόλις το 17,8% των ελληνικών επιχειρήσεων παρέχουν οργανωµένα προγράµµατα εκπαίδευσης στους εργαζοµένους τους, έναντι 67,4% του µέσου όρου στην Ε.Ε. Αντίστοιχα, όπως προκύπτει και από την έρευνα που πραγµατοποίησε πρόσφατα το Ε.Β.Ε.Α., ενώ το 80% των επιχειρήσεων εκτιµά ως αναγκαία την κατάρτιση και επανακατάρτιση, µόνο το 3% αναλαµβάνει σχετικά προγράµµατα εσωτερικά και η πλειοψηφία ζητά τη διαδικασία αυτή να την αναλάβει το κράτος.
Η ύπαρξη χαµηλού ενδιαφέροντος σχετίζεται σε µεγάλο βαθµό µε το µικρό µέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, το οποίο αποτελεί σοβαρό εµπόδιο στην οργάνωση και την υλοποίηση εσωτερικών προγραµµάτων κατάρτισης, αλλά και µε την έλλειψη σχετικής κουλτούρας.
Για να αντιµετωπιστεί αυτή η υστέρηση, οφείλει η Πολιτεία να θεσµοθετήσει περισσότερα φορολογικά και άλλα κίνητρα, και να απλοποιήσει τις διαδικασίες πρόσβασης σε σχετικές δράσεις ενίσχυσης. Είναι, όµως, και ζήτηµα των επιχειρήσεων να αντιληφθούν πόσο σηµαντική είναι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναµικό τους. Να αντιµετωπίσουν την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση όχι ως δαπάνη, αλλά ως αναγκαιότητα προκειµένου να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους.
Στο Ε.Β.Ε.Α., το κορυφαίο επιµελητήριο της χώρας που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις µε τη µεγαλύτερη συνεισφορά στο Α.Ε.Π., συνεισφέρει έµπρακτα στην οικοδόµηση αυτής της κουλτούρας. Ήδη συνεργαζόµαστε µε τη Δ.ΥΠ.Α., για προγράµµατα αναβάθµισης δεξιοτήτων και επανακατάρτισης εργαζόµενων σε όλους τους κλάδους της οικονοµίας, µε έµφαση στις ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες, καθώς και για προγράµµατα κατάρτισης ανέργων µε στόχο την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και την υλοποίηση συνεργατικών ψηφιακών υπηρεσιών για ανέργους, επιχειρήσεις και εργοδότες.
Το Ε.Β.Ε.Α. έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ρόλο που µπορούν να παίξουν οι νεοφυείς επιχειρήσεις στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας και έχετε δηλώσει ότι πιστεύετε στη δύναµη των συµπράξεων µεταξύ των startups και εδραιωµένων επιχειρήσεων. Υπάρχουν σήµερα στη χώρα µας οι προϋποθέσεις και τα απαραίτητα κίνητρα από την Πολιτεία για να προχωρήσουν αυτές οι συµπράξεις; Ποιες είναι οι προτάσεις του Ε.Β.Ε.Α.;
Οι συµπράξεις µεταξύ εδραιωµένων επιχειρήσεων και startups σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί µονόδροµο. Όσο η τεχνολογία ανατρέπει τα δεδοµένα στην καθηµερινότητα του ανθρώπου, τόσο οι συµπράξεις αυτές αποτελούν τη µοναδική εγγύηση ανάπτυξης και πολλές φορές επιβίωσης στο ραγδαία µεταβαλλόµενο επιχειρηµατικό τοπίο. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις πρωτοπορούν στη χρήση τεχνολογιών αιχµής, στην ανάπτυξη καινοτόµων, επαναστατικών προϊόντων και λύσεων. Γι’ αυτό όλο και περισσότερες µεγάλες εταιρείες, ακόµα και ισχυροί καθιερωµένοι κολοσσοί, επενδύουν σε συνεργασίες µε startups. Οι παραδοσιακές επιχειρήσεις προσφέρουν εµπειρία, δίκτυα και κεφάλαια, οι νεοφυείς τεχνολογική εξειδίκευση και καινοτοµία, σε έναν συνδυασµό που όταν πετυχαίνει οδηγεί σε µεγάλα οφέλη και για τους δύο. Είναι πιο εύκολο, γρήγορο – ακόµα και πιο οικονοµικό – για µια ώριµη επιχείρηση να προσαρµόσει στις ανάγκες της µια λύση που έχει αναπτυχθεί από νεοφυή επιχείρηση, από το να τη σκεφτεί και να τη δηµιουργήσει από την αρχή. Το Ε.Ε.Β.Α. ήταν το πρώτο Επιµελητήριο στην Ευρώπη, που δηµιούργησε Θερµοκοιτίδα Νεοφυών Επιχειρήσεων και Δίκτυο Επιχειρηµατικών Αγγέλων και µέχρι σήµερα, αποτελεί ενεργό και δραστήριο µέλος του οικοσυστήµατος: µε ποιοτικές δοµές και υπηρεσίες, µε υψηλή τεχνογνωσία, µε διεθνή δικτύωση.
Πως αντεπεξέρχονται οι ελληνικές επιχειρήσεις στο διπλό στοίχηµα του ψηφιακού µετασχηµατισµού και της πράσινης µετάβασης; Ποιες είναι οι ευκαιρίες αλλά και οι δυσκολίες για τις πολύ µικρές επιχειρήσεις που είναι και η συντριπτική πλειονότητα στη χώρα µας; Μέσα από το Ταµείο Ανάπτυξης, το νέο Ε.Σ.Π.Α. και τον Αναπτυξιακό Νόµο µπορούν να βρουν τα κατάλληλα χρηµατοδοτικά εργαλεία;
Αναµφίβολα πρόκειται για µία µεγάλη πρόκληση για όλες τις επιχειρήσεις παγκοσµίως, πόσω µάλλον για τις ελληνικές που προέρχονται από µία δεκαετία πολλαπλών και διαδοχικών κρίσεων. Τολµώ να πω ότι οι προσπάθειες που καταβάλλονται είναι σηµαντικές και παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις ξεκινούν από χαµηλότερη βάση σε σύγκριση µε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, οι επιδόσεις τους είναι ικανοποιητικές σε ό,τι αφορά κυρίως την πράσινη µετάβαση. Σύµφωνα µε τον Δείκτη Πράσινου Μέλλοντος του πανεπιστηµίου MIT, η Ελλάδα βρέθηκε το 2022 στην 22η θέση σε σύνολο 76 κρατών, σηµειώνοντας µεγάλη άνοδο από το 2021 που βρισκόταν στην 37η θέση. Την ίδια ώρα, γίνονται σηµαντικές επενδύσεις και στο πεδίο του ψηφιακού µετασχηµατισµού, που αποτελεί αποτελεί µονόδροµο για την αναβάθµιση υπηρεσιών και προϊόντων, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας. Η Δράση «Ψηφιακός Μετασχηµατισµός Μ.µ.Ε.», η οποία υλοποιείται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 µε τη χρηµατοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Αναπτυξιακός Νόµος µε το καθεστώς ενίσχυσης του συνόλου των επενδυτικών σχεδίων που προάγουν τον ψηφιακό και τεχνολογικό µετασχηµατισµό, τη χρήση τεχνολογικών της «Βιοµηχανίας 4.0» και την αναβάθµιση των σχετικών δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναµικού, καθώς και οι τρεις δράσεις του Ε.Σ.Π.Α. για τον ψηφιακό µετασχηµατισµό των Μ.µ.Ε., προσφέρουν µία ευκαιρία συνολικού εκσυγχρονισµού του πολύ σηµαντικού για την ελληνική οικονοµία κλάδου των Μικροµεσαίων Επιχειρήσεων.
Ως η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Α., πολύπειρη επιχειρηµατίας και ιδιαίτερα επιδραστική και στον χώρο του Πολιτισµού, σε ποιο βαθµό εκτιµάτε ότι έχουν ξεπεραστεί στη χώρα µας οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών στον επιχειρηµατικό στίβο; Γυναικεία success stories όπως το δικό σας δείχνουν ότι πλέον µόνο η ικανότητα – και όχι το φύλο – είναι το κριτήριο της επιτυχίας, ή µήπως αποτελούν τις εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα του ανδροκρατούµενου επιχειρείν;
Έχουν γίνει σηµαντικά βήµατα προόδου τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά την αντιµετώπιση των έµφυλων προκαταλήψεων και διακρίσεων στον εργασιακό στίβο, όµως υπάρχουν ακόµη πολλά που πρέπει να γίνουν. Ένα από τα βασικότερα προβλήµατα σήµερα είναι το έµφυλο µισθολογικό χάσµα, καθώς οι γυναίκες αµείβονται λιγότερο από τους άνδρες για την ίδια εργασία. Επίσης, οι γυναίκες επιχειρηµατίες έχουν περιορισµένη πρόσβαση σε κεφάλαια, ενώ παρατηρείται έλλειψη δικτύων και καθοδήγησης. Παράλληλα, παραµένουν δυστυχώς οι έµφυλες διακρίσεις και οι κοινωνικές προσδοκίες αναφορικά µε το ρόλο που πρέπει να έχουν οι γυναίκες. Όλα αυτά αλλάζουν προς το καλύτερο, όµως πρέπει να γίνουν ταχύτερα βήµατα. Γι’ αυτό στο Ε.Β.Ε.Α., συνεχίζουµε µε αµείωτο ρυθµό τις δράσεις που στοχεύουν στην ενδυνάµωση των γυναικών και στην εξάλειψη των ανισοτήτων. Όπως τα προγράµµατα reskilling και upskilling για άνεργες γυναίκες τα οποία θεωρούµε κορυφαία προτεραιότητα για να µη µεγαλώσει περαιτέρω το έµφυλο χάσµα κατά την ψηφιακή µετάβαση. Αναλαµβάνουµε πρωτοβουλίες δικτύωσης των γυναικών επιχειρηµατιών µε παράγοντες της διεθνούς σκηνής καθώς και µε επιχειρήσεις άλλων χωρών, µε στόχο να τους ενισχύσουµε την αυτοπεποίθηση και να τονώσουµε την εξωστρέφεια. Είναι ευθύνη µας, επίσης, να βρισκόµαστε σε συνεχή επικοινωνία και διαβούλευση µε την πολιτεία και όλα τα εµπλεκόµενα µέρη, έτσι ώστε να θεσπιστούν µέτρα που διευκολύνουν τις γυναίκες στο επιχειρείν, όπως το επίδοµα µητρότητας αυτοαπασχολούµενων γυναικών και επιχειρηµατιών. Όσο για τις επιτυχίες των γυναικών οι οποίες είναι αξιοσηµείωτες, πιστεύω ότι θα αυξηθούν σηµαντικά όταν τους δώσουµε τις ευκαιρίες που αξίζουν και ταυτόχρονα άρουµε τα εµπόδια που δεν τις αφήνουν να δείξουν τις ικανότητές τους. Αν στηρίξουµε τις γυναίκες στον εργασιακό στίβο, τότε πολύ σύντοµα οι επιτυχίες τους θα είναι µέρος της κανονικότητας της αγοράς και τα οφέλη µεγάλα για την κοινωνία και την οικονοµία.