Το 2023 αναμένεται να είναι ένα έτος υψηλών προκλήσεων για την ευρωπαϊκή οικονομία. Οι ανατιμήσεις στην ενέργεια, ο πληθωρισμός και η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής δημιουργούν συνθήκες επιβράδυνσης ή και ύφεσης, στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωζώνης.
Πέρα, όμως, από τις βραχυπρόθεσμες υφεσιακές πιέσεις, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση δημιουργεί σοβαρούς δομικούς κινδύνους για την παραγωγική δυνατότητα και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Εδώ και πολλούς μήνες, οι αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας υποβαθμίζουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, σε σχέση με χώρες χαμηλότερου ενεργειακού κόστους. Οι προκλήσεις αυτές εντείνονται, μετά και την απόφαση των ΗΠΑ να παρέχει γενναιόδωρες ελαφρύνσεις και ενισχύσεις σε τομείς της βιομηχανίας της, μέσω του πρόσφατου νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού. Η πολιτική αυτή, πέρα από το ότι οδηγεί σε μειονεκτική θέση τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, είναι πιθανόν να προκαλέσει διαρροή επενδύσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τις ΗΠΑ.
Οι κίνδυνοι, ωστόσο, δεν αφορούν μόνο τις μεγάλες βιομηχανίες, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη – από τις μικρές βιοτεχνίες, μέχρι επιχειρήσεις φιλοξενίας και αρτοποιεία – οι οποίες συνθλίβονται ανάμεσα στο αυξημένο κόστος λειτουργίας και στην ανάγκη να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Για τις επιχειρήσεις αυτές οι δυνατότητες αντίδρασης είναι περιορισμένες, αφού στην πλειονότητά τους λειτουργούν με μικρότερα περιθώρια κέρδους και διαθέτουν χαμηλότερα αποθέματα ρευστότητας. Σε αντίθεση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, δεν έχουν την επιλογή μεταφοράς της δραστηριότητάς τους, ώστε να μειώσουν το κόστος της ενέργειας, ενώ είναι μικρότερη η διαπραγματευτική τους δύναμη έναντι των προμηθευτών τους.
Η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης αποκτά, επομένως, μια πρόσθετη υπαρξιακής σημασίας διάσταση, για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικά σε μια περίοδο όπου οι βασικοί ανταγωνιστές της – ΗΠΑ και Κίνα – εφαρμόζουν προστατευτικές και παρεμβατικές πολιτικές, η Ευρώπη οφείλει να δράσει δυναμικά, για να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα στρατηγικών βιομηχανικών κλάδων, αλλά και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που παρέχουν τα δύο τρίτα των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα και συνεισφέρουν περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής προστιθέμενης αξίας στην Ε.Ε.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι μόνες πραγματικά συνεκτικές και αποτελεσματικές ευρωπαϊκές επιλογές είναι η επιβολή ρεαλιστικού πλαφόν στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου, η αναθεώρηση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και η δημιουργία νέου μηχανισμού χρηματοδότησης, με κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό, ώστε να μπορέσουν και οι δημοσιονομικά ασθενέστερες χώρες – μέλη, να λάβουν μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των οικονομιών τους. Παράλληλα, θα πρέπει να επιταχυνθεί η πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση, με ενίσχυση των επενδύσεων σε τεχνολογίες, έργα και δίκτυα πράσινης ενέργειας και προσαρμογή των ρυθμιστικών πλαισίων.
Από τη συνέχιση της αδράνειας δεν κερδίζει κανείς. Η Ευρώπη πρέπει να λάβει αποφάσεις τώρα, για να αποτρέψει μια ακόμη βαθύτερη κρίση, η οποία θα απειλήσει τον παραγωγικό ιστό, την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της.