Σας καλωσορίζω στο ΕΒΕΑ και σας ευχαριστώ που είστε μαζί μας, στην αποψινή εκδήλωση.
Η πανδημία που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δύο χρόνια, έχει αλλάξει κάθε πτυχή της εργασιακής, της κοινωνικής και προσωπικής μας ζωής. Ανέτρεψε, μέσα σε λίγες μέρες, τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων και των οργανισμών σε όλο τον κόσμο. Άλλαξε το περιβάλλον και τον τρόπο δουλειάς εκατομμυρίων εργαζομένων.
Αυτές οι αναγκαστικές αλλαγές, είχαν σαφώς αντίκτυπο στη συναισθηματική ευεξία και στην ψυχική υγεία των εργαζομένων.
Είναι ήδη πολλές οι έρευνες, που δείχνουν ότι οι συνθήκες της πανδημίας επηρέασαν όλες ανεξαιρέτως τις ομάδες εργαζομένων. Αν και τα προβλήματα άγχους, κατάθλιψης και σωματοποίησης, ήταν εντονότερα στις γυναίκες. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα που, επίσης, πρέπει να μας απασχολήσει. Γιατί σχετίζεται με το γεγονός ότι οι γυναίκες επωμίζονται συνήθως δυσανάλογα περισσότερες ευθύνες στην οικογένεια, παράλληλα με την εργασία τους.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι αυτά τα δύο χρόνια εκδηλώθηκε μια παράλληλη «πανδημία» στον τομέα της ψυχικής υγείας. Μια κρίση, την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε, στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου.
Μια κρίση που, παράλληλα, έγινε η αφορμή να «ανοίξουμε τα μάτια μας» σε ένα σοβαρό ζήτημα. Γιατί η ψυχική υγεία δεν είναι αποκλειστικά ατομικό, αλλά και ευρύτερα κοινωνικό ζήτημα. Κι αν κάτι θετικό βγήκε από την πανδημία, είναι ότι έφερε αυτά τα θέματα στο προσκήνιο.
Οι εμπειρίες που βιώνουμε στον εργασιακό χώρο, είναι λογικό να επηρεάζουν το επίπεδο της ψυχικής υγείας. Κι αυτό συνέβαινε προφανώς και πριν από την υγειονομική κρίση.
Οι έντονοι ρυθμοί και η δυσκολία εναρμόνισης της προσωπικής με την επαγγελματική ζωή, η υψηλή ευθύνη, η δέσμευση σε μη ρεαλιστικούς στόχους, η απουσία επαγγελματικής εξέλιξης, η αβεβαιότητα. Όλα είναι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν ψυχολογική πίεση.
Η διαφορά είναι, ότι μέχρι πρότινος, κανείς δεν συζητούσε ανοιχτά για αυτούς τους κινδύνους. Η ψυχική υγεία ήταν λίγο – πολύ θέμα ταμπού στο περιβάλλον της εργασίας. Ένα θέμα που προκαλούσε ντροπή και αμηχανία. Προκαλούσε το φόβο του στιγματισμού.
Οι εργαζόμενοι δεν τολμούσαν να εκφράσουν τους προβληματισμούς τους. Να μιλήσουν για τις δυσκολίες τους. Να ζητήσουν υποστήριξη. Τώρα – έστω και με το βίαιο τρόπο που επέβαλε η πανδημία – οι συνθήκες έχουν αλλάξει και ωριμάσει.
Πλέον οι εργαζόμενοι – όπως επίσης προκύπτει από έρευνες – αντιμετωπίζουν την ψυχική τους υγεία ως βασική προτεραιότητα. Μιλούν ανοιχτά για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Δηλώνουν ότι δεν θα δίσταζαν να ζητήσουν βοήθεια από ειδικούς. Και πλέον περιμένουν από τους εργοδότες να νοιαστούν και να φροντίσουν. Όχι μόνο για τη σωματική ασφάλεια, αλλά και για την ψυχική τους ευεξία.
Από την άλλη, όμως, και οι επιχειρήσεις συνειδητοποιούν πια τη σημασία της ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης των εργαζομένων τους. Συνειδητοποιούν στην πράξη, αυτό που είχε ήδη αποτυπωθεί σε επιστημονικές έρευνες. Ότι η ψυχική υγεία, συνδέεται άμεσα με την αποδοτικότητα των ανθρώπων. Και κατά συνέπεια, με τις επιδόσεις των επιχειρήσεων.
Είναι, λοιπόν, η κατάλληλη στιγμή τώρα, να γυρίσουμε σελίδα σε αυτό το θέμα. Κι αυτή η αλλαγή δεν είναι υπόθεση ενός ατόμου, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται στην ιεραρχία.
Χρειάζεται να επενδύσουμε σε μια ευρύτερη κουλτούρα ενσυναίσθησης. Η οποία μας επιτρέπει να ακούμε περισσότερο τους εργαζόμενους, να κατανοούμε τις δυσκολίες και τα προβλήματά τους. Να βρίσκουμε εναλλακτικές λύσεις, να θέτουμε ρεαλιστικούς στόχους, να παρέχουμε επιλογές.
Χρειάζεται να αξιοποιήσουμε σύγχρονα εργαλεία εκπαίδευσης, αξιολόγησης, εσωτερικής επικοινωνίας. Να υιοθετήσουμε καλές πρακτικές, για τη θωράκιση της σωματικής και ψυχικής υγείας. Όπως είναι για παράδειγμα τα σεμινάρια διαχείρισης άγχους, η πρόσβαση σε εξειδικευμένους συμβούλους κ.ά.
Χρειάζεται να αξιοποιήσουμε νέες τεχνολογίες και μοντέλα εργασίας, που συνδυάζουν την αποδοτικότητα με περισσότερη ευελιξία. Κυρίως, χρειάζεται να στραφούμε σε μια κουλτούρα που σέβεται την προσωπικότητα και το χρόνο των εργαζομένων.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί και η εργασία από το σπίτι. Παλιότερα αυτό ήταν ένα προνόμιο, που παρείχαν μόνο κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις. Σήμερα, τείνει να εδραιωθεί ως πρακτική. Με τα πλεονεκτήματα, αλλά και τους κινδύνους που ενέχει, για την ισορροπία προσωπικής και εργασιακής ζωής.
Με τον νέο εργασιακό νόμο έγινε ένα τολμηρό βήμα για την προστασία των εργαζομένων, με τη θέσπιση του δικαιώματος στην αποσύνδεση.
Από εκεί και πέρα, είναι θέμα κάθε οργανισμού να βρει το κατάλληλο μοντέλο. Να παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία. Και να υποστηρίξει οργανωτικά και τεχνολογικά την προσαρμογή των εργαζομένων.
Η επένδυση στην ψυχική υγεία των ανθρώπων δεν είναι απλώς το «σωστό» από ηθικής άποψης. Είναι ταυτόχρονα μια κίνηση που προστατεύει και ενισχύει την αποτελεσματικότητα της επιχείρησης, μακροπρόθεσμα. Γιατί στην καρδιά κάθε στρατηγικής, βρίσκονται πάντα οι άνθρωποι.
Στην κρίση αυτή διδαχθήκαμε, ότι επιτυχημένη επιχείρηση είναι αυτή που μπορεί να εξελίσσεται, να προσαρμόζεται. Να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των εργαζομένων, των συνεργατών, των καταναλωτών, της κοινωνίας.
Αν θέλουν, λοιπόν, οι οργανισμοί να είναι περισσότερο ευέλικτοι και ανθεκτικοί, μέσα σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο ρευστό, πρέπει να φροντίσουν για την ψυχική ανθεκτικότητα και υγεία των ανθρώπων τους.
Πρέπει να ηγηθούν, με τρόπο που στηρίζει και ενδυναμώνει τους εργαζομένους. Για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Για να τους εμπνεύσουν και να τους κινητοποιήσουν.
Για εμάς στο ΕΒΕΑ, η προσπάθεια αυτή είναι σημαντική. Γιατί πιστεύουμε ότι είναι αναπόσπαστο μέρος μιας σύγχρονης, ηθικής και υπεύθυνης εταιρικής διακυβέρνησης. Μιας προσέγγισης, που εστιάζει στη δημιουργία αξίας, μέσα από τη συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη, την ένταξη και την αποδοχή της διαφορετικότητας. Και μέσα από την οικοδόμηση νέων δυνατοτήτων στην κοινωνία.
Σε αυτό το πλαίσιο, είμαστε πρόθυμοι να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Να συνεργαστούμε με αρμόδιους φορείς της Πολιτείας και της κοινωνίας. Για να αναδείξουμε τη φροντίδα της ψυχικής υγείας σε μόνιμη – και όχι περιστασιακή – προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις. Και να βοηθήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες, να εντάξουν αυτή τη φροντίδα στη στρατηγική, στην κουλτούρα και στην καθημερινότητά τους.