Σας καλωσορίζω στο Κέντρο Επιχειρηματικότητας Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Το θέμα της σημερινής εκδήλωσης, αφορά τις επενδύσεις. Τον κρισιμότερο δηλαδή παράγοντα, για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ύστερα από μια μακρά περίοδο κρίσης. Αλλά κυρίως για την επίτευξη μιας βιώσιμης αναπτυξιακής τροχιάς, στις δεκαετίες που ακολουθούν.
Είναι γνωστό, ότι στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, η ελληνική οικονομία είχε τον υψηλότερο ρυθμό μείωσης της συνολικής επενδυτικής δαπάνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από το 2008 μέχρι το 2012, η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ, μειώθηκε από το 24,5% στα επίπεδα του 11%, όπου παρέμεινε μέχρι και σχετικά πρόσφατα.
Η μείωση δεν αφορά βεβαίως μόνο τις ιδιωτικές, αλλά και τις δημόσιες επενδύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής, στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Κυρίως δε, τα πρωτογενή υπερ-πλεονάσματα, που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια των μνημονίων .
Τα τελευταία δύο χρόνια, παρά τις έκτακτες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, βλέπουμε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όσον αφορά τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, που πραγματοποίησαν το 2021 άλμα της τάξης του 70%.
Οι επιδόσεις αυτές είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές.
Επιβεβαιώνουν τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Και αποτυπώνουν μια μεγάλη – και επιτυχημένη, εκ του αποτελέσματος – προσπάθεια, για τη δημιουργία ενός φιλικότερου επενδυτικού περιβάλλοντος.
Μια προσπάθεια που περνά μέσα από τα θετικά βήματα, που ενσωμάτωσαν προτάσεις και αιτήματα της Επιμελητηριακής Κοινότητας. Για τη μείωση της φορολογίας, για την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, για τη βελτίωση της εργασιακής νομοθεσίας.
Περνά μέσα από ένα νέο αναπτυξιακό νόμο. Και μέσα από ένα σύνολο ευρύτερων παρεμβάσεων, επιδιώκει την απομάκρυνση γραφειοκρατικών, χωροταξικών και άλλων εμποδίων.
Παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο, η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ παραμένει σήμερα η χαμηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κι αυτό, τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται από τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία.
Η επιτάχυνση, λοιπόν, των επενδύσεων εξακολουθεί να αποτελεί στοίχημα ανάπτυξης – ακόμη και επιβίωσης – για την ελληνική οικονομία στα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με μελέτες, για να επιτευχθεί σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε 10 χρόνια, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων θα πρέπει να είναι κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος, από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Ο στόχος είναι από μόνος του εξαιρετικά φιλόδοξος. Γίνεται όμως ακόμη πιο απαιτητικός, αν προσθέσουμε μια ακόμη παράμετρο, πέραν της ποσοτικής αύξησης: αυτή της ποιοτικής διάρθρωσης των επενδύσεων.
Πριν από την οικονομική κρίση, οι επενδύσεις στην Ελλάδα αποτύπωναν τα χαρακτηριστικά ενός μη βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου.
Μέχρι το 2007, το 45% περίπου των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου πραγματοποιούνταν από τον κλάδο της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας. Το αμέσως μεγαλύτερο ποσοστό, γύρω στο 14%, κατείχε ο στενός δημόσιος τομέας.
Ο κλάδος της βιομηχανίας είχε μερίδιο στο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου μόλις 4%. Οι καθαρά παραγωγικές επενδύσεις – όπως οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας – ήταν ισχνή μειονότητα.
Με την εμπειρία που έχουμε σήμερα, γνωρίζουμε ότι αυτό το μοντέλο πρέπει να αλλάξει.
Η πρόκληση είναι ξεκάθαρη. Θέλουμε περισσότερες επενδύσεις, οι οποίες διευρύνουν τις παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Επενδύσεις που δημιουργούν βιώσιμες θέσεις εργασίας και καλύτερα πραγματικά εισοδήματα, μακροπρόθεσμα.
Σημαντική συμβολή σε αυτή την προσπάθεια, θα έχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ, αλλά και της ΚΑΠ.
Τα κονδύλια αυτά, μαζί με τους ιδιωτικούς πόρους που θα κινητοποιήσουν – αλλά και το ευρύτερο οικονομικό κλίμα που δημιουργούν – μπορούν πραγματικά να οδηγήσουν όχι μόνο στην ποσοτική αύξηση των επενδύσεων, αλλά στη συνολική ανακατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας.
Και αυτόν ακριβώς το στόχο υπηρετεί ο μέχρι τώρα σχεδιασμός της κυβέρνησης, για την αξιοποίησή τους.
Το μεγάλο πρόβλημα με τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων στο παρελθόν ήταν η απουσία στρατηγικής στόχευσης. Ήταν η προσπάθεια να ικανοποιηθούν όλοι. Με οριζόντια χρηματοδότηση όλων σχεδόν των κλάδων. Με κατακερματισμό των πόρων σε πολλά μικρά έργα.
Η προσέγγιση αυτή μετέτρεπε τα κονδύλια σε μοχλό ενίσχυσης της ζήτησης. Και το αποτέλεσμα για την ανάπτυξη, ήταν ελάχιστο.
Η αδυναμία αυτή πλέον, βλέπουμε ότι αντιμετωπίζεται, ενόψει της νέας περιόδου.
Υπάρχει σίγουρα στόχευση. Υπάρχει εστίαση σε κλάδους οι οποίοι μπορούν να παράγουν πολλαπλασιαστικά οφέλη και να προσθέσουν αξία στην οικονομία.
Υπάρχει προτεραιότητα σε παραγωγικούς τομείς και εξωστρεφείς κλάδους. Όπως είναι η πράσινη οικονομία, οι νέες τεχνολογίες, η μεταποίηση, ο αγροτοδιατροφικός τομέας, οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού, αλλά και νέοι κλάδοι υπηρεσιών, όπως τα service centers.
Τομείς, που μπορούν να αξιοποιήσουν τα πλεονεκτήματα της χώρας, όπως η γεωγραφική θέση και το κλίμα της. Μπορούν να αξιοποιήσουν το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της και να συμβάλουν στην αντιστροφή του brain drain.
Οι προσδοκίες είναι μεγάλες και οι προοπτικές είναι σαφώς θετικές.
Η επιτυχία παραμένει αναμφίβολα το ζητούμενο. Και θα κριθεί από μια σειρά παραγόντων, τους οποίους μπορούμε και πρέπει να διασφαλίσουμε.
Πρέπει να δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διοίκησης, για τη διαχείριση των πόρων. Ώστε να μην υπάρξουν καθυστερήσεις και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Γνωρίζω, ότι ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη σχετικές πρωτοβουλίες – και από την πλευρά του υπουργείου Ανάπτυξης.
Πρέπει να δοθεί όσο το δυνατόν περισσότερη έμφαση και χώρος στην καινοτομία. Στη σύνδεση της ερευνητικής και της επενδυτικής δραστηριότητας. Στη δημιουργία ενός ευνοϊκού θεσμικού και χρηματοδοτικού περιβάλλοντος. Που θα επιτρέψει την ανάπτυξη νεοφυών επιχειρήσεων και τεχνοβλαστών, καθώς και τη μεγέθυνση των υφιστάμενων σχημάτων.
Πρέπει να συνεχιστεί η καλή προσπάθεια προσέλκυσης Άμεσων Ξένων Επενδύσεων. Ιδιαίτερα όσων περιλαμβάνουν εξειδικευμένη τεχνογνωσία και εξοπλισμό σε τεχνολογίες αιχμής. Οι επενδύσεις αυτές, πέρα από το οικονομικό όφελος που δημιουργούν, ενισχύουν το επίπεδο τεχνογνωσίας της οικονομίας και δημιουργούν ένα κλίμα εμπιστοσύνης, που συμβάλει ευρύτερα στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.
Πρέπει να δοθεί έμφαση στη βελτίωση των συνθηκών πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό. Ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με ειδικά σχεδιασμένα εργαλεία, προϊόντα και λύσεις, που θα επιτρέψουν τη χρηματοδότηση βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων.
Πρέπει να συνεχιστούν εντατικά οι μεταρρυθμίσεις, για ένα επιχειρηματικό περιβάλλον με περισσότερη ακόμη αξιοπιστία, σταθερότητα και προβλεψιμότητα. Με ποιοτικότερη και πιο αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των θεσμών.
Πρέπει να εξασφαλιστεί η στρατηγική συμμετοχή των δημοσίων επενδύσεων, για την αναβάθμιση και τη δημιουργία κρίσιμων υποδομών: στις μεταφορές και τις συγκοινωνίες, στην ενέργεια, στο περιβάλλον.
Πρέπει να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά, οι στρατηγικές συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Σε τομείς όπως η αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου, αλλά και οι ΣΔΙΤ για την προσέλκυση επενδύσεων. Σε τομείς, όπως η διαχείριση αποβλήτων, οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, η ανάπτυξη των «έξυπνων» πόλεων, η δημιουργία σύγχρονων υποδομών στον τουρισμό και στον πολιτισμό.
Πρέπει, τέλος, να διατηρηθεί σε προτεραιότητα η άσκηση μιας υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής. Προκειμένου η χώρα να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών και να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα. Πρόκειται για προϋπόθεση απαραίτητη, αν θέλουμε να έχουμε βιώσιμα επιτόκια δανεισμού, τόσο για το δημόσιο όσο και για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες.
Σήμερα έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να καλύψουμε το επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας. Αλλά κυρίως να ανασχεδιάσουμε το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για ταχύτερη, αλλά και ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη στο μέλλον.
Αυτό το μεγάλο στοίχημα απαιτεί σωστό σχεδιασμό, αλλά κυρίως όραμα, αποφασιστικότητα, σύμπνοια και απομάκρυνση από τις κοντόφθαλμες λογικές του παρελθόντος. Αν ξεπεράσουμε τον κακό μας εαυτό, η Ελλάδα θα μπορέσει στα επόμενα χρόνια να επιτύχει μια φυγή προς τα εμπρός. Θα μπορέσει να ξεφύγει από τη μιζέρια. Και να διαμορφώσει καλύτερες προϋποθέσεις ανάπτυξης και ευημερίας για τους πολίτες της. Αξίζει να το τολμήσουμε.
Σας ευχαριστώ