«Καλωσορίζουμε στην αποψινή συνεδρίαση τον υφυπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, αρμόδιο για θέματα ΕΣΠΑ, κ. Τσακίρη. Θα έχουμε την ευκαιρία να τον ακούσουμε και να συζητήσουμε για ένα θέμα που αφορά άμεσα τις επιχειρήσεις. Αφορά το παρόν και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Και δεν είναι άλλο από την αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων της νέας προγραμματικής περιόδου.
Οι πόροι αυτοί – που παρέχονται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων, μπορούν να φθάσουν συνολικά τα 77 δισεκατομμύρια ευρώ σε δημόσια δαπάνη – χωρίς να υπολογίζονται, δηλαδή και οι ιδιωτικοί πόροι που αναμένεται να κινητοποιηθούν.
Η Ελλάδα έχει μια ιστορική ευκαιρία, να πραγματοποιήσει το επενδυτικό άλμα που χρειάζεται. Για να καλύψει το κενό που προκάλεσε η οικονομική κρίση. Για να ενισχύσει τις παραγωγικές της δυνατότητες και να οικοδομήσει ένα βιώσιμο και ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης. Για να δημιουργήσει νέες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Να βελτιώσει τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της.
Αυτή την ευκαιρία δεν πρέπει να τη χάσουμε. Οι όροι πρέπει να αξιοποιηθούν σωστά. Πρέπει να απορροφηθούν μέχρι το τελευταίο ευρώ. Πρέπει – κυρίως – να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά οφέλη, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Πρέπει να αποφύγουμε λάθη και αστοχίες του παρελθόντος: τη γραφειοκρατία, την πολυπλοκότητα, την έλλειψη διαχειριστικής επάρκειας, αλλά και την έλλειψη καθαρής στρατηγικής στόχευσης – με αποτέλεσμα τη σπατάλη πολύτιμων πόρων σε αποσπασματικά έργα και δράσεις και σε προγράμματα ενίσχυσης που λειτούργησαν απλώς ως μηχανισμοί ρευστότητας.
Πολλές από αυτές τις αδυναμίες φαίνεται να αντιμετωπίζονται στη νέα περίοδο. Είναι θετικό, κυρίως, το γεγονός ότι το σχέδιο αξιοποίησης των κοινοτικών κονδυλίων υπηρετεί μια συγκεκριμένη αναπτυξιακή στρατηγική. Αντί να κατευθύνει λίγους πόρους σε πολλές, διάσπαρτες και ασύνδετες δράσεις, εστιάζει σε συγκεκριμένους τομείς προτεραιότητας: την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, την εξωστρέφεια, την καινοτομία.
Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος της αποτελεσματικής υλοποίησης παραμένει απαιτητικός. Για να μπορέσει να απορροφήσει τα κοινοτικά κονδύλια, η Ελλάδα πρέπει να υπερδιπλασιάσει στα επόμενα χρόνια τις δαπάνες αποπληρωμής έργων. Κι αυτό απαιτεί πολιτική βούληση, αποτελεσματική διακυβέρνηση και ενίσχυση των διαχειριστικών ικανοτήτων, σε επίπεδο κράτους και αυτοδιοίκησης. Απαιτεί, κατάλληλη κινητοποίηση και υποστήριξη των δυνητικών ωφελούμενων.
Αυτό ισχύει ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η συμμετοχή των οποίων θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα απορρόφησης των πόρων, αλλά και το μακροπρόθεσμο αποτύπωμά τους στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομία.
Μέσω του ΕΣΠΑ, του Ταμείου Ανάκαμψης και των αγροτικών ταμείων, αναμένουμε να κατευθυνθούν στα επόμενα χρόνια πάνω από 8 δισεκατομμύρια ευρώ, για την ενδυνάμωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ειδικότερα μέσω του ΕΣΠΑ, αναμένουμε σύντομα να ξεκινήσει το πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητας, στο πλαίσιο του οποίου θα διοχετευθούν αποκλειστικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πόροι 3,9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Πόροι που θα στηρίξουν επενδύσεις για την ψηφιοποίηση της παραγωγής τους, για την τόνωση των εξαγωγών, για την παραγωγή πράσινης ενέργειας, για την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση.
Πέρα από το ύψος των πόρων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τις σημαντικές βελτιώσεις που έχουν γίνει σε σχέση με το παρελθόν. Το νέο ΕΣΠΑ έχει συγκεκριμένη επενδυτική στόχευση, που υπηρετείται συνεκτικά, μέσα από θεματικές – αντί για κλαδικές – δράσεις. Ουσιαστικά, όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θέλουν να επενδύσουν στους συγκεκριμένους τομείς, θα μπορούν να επωφεληθούν, ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνται.
Έχει γίνει, επίσης, προσπάθεια για την απλοποίηση και την ψηφιοποίηση των διαδικασιών, καθώς και για τη διευκόλυνση των δυνητικών δικαιούχων. Με επέκταση των προθεσμιών στις ανοιχτές προσκλήσεις και με λιγότερα δικαιολογητικά για την κατάθεση των προτάσεων και την πιστοποίηση των δαπανών.
Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη αρκετές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν γνωρίζουν για τις ευκαιρίες του νέου ΕΣΠΑ. Επιχειρήσεις που δεν γνωρίζουν αν και με ποιο τρόπο μπορούν να επωφεληθούν, ποιες είναι οι διαδικασίες ένταξης και τι πρέπει να κάνουν.
Κι από τις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται, είναι ελάχιστες εκείνες που διαθέτουν κατάλληλα επιχειρηματικά σχέδια, ολοκληρωμένα ή σε ώριμο στάδιο προετοιμασίας.
Οφείλουμε, επομένως, να δώσουμε ακόμη περισσότερη έμφαση στην ενημέρωση, αλλά κυρίως στην καθοδήγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Να δημιουργήσουμε μηχανισμούς πρόσβασης σε κατάλληλη τεχνική υποστήριξη, ώστε να μπορέσουν να καταρτίσουν επενδυτικές προτάσεις με υψηλές πιθανότητες υλοποίησης.
Και τα Επιμελητήρια μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια, συνεισφέροντας τις δομές τους και την εμπειρία των στελεχών τους, για την υλοποίηση σχετικών δράσεων.
Ένα ζήτημα που, επίσης, έχουμε αναδείξει επανειλημμένα, είναι αυτό της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση. Ένα σημαντικό μέρος των ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις – τόσο από το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και από το ΕΣΠΑ – θα διατεθούν με τη μορφή δανείων μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Και γνωρίζουμε ότι οι όροι και τα κριτήρια που εφαρμόζουν μέχρι τώρα οι τράπεζες, αποκλείουν από τη χρηματοδότηση τη συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων.
Είναι απαραίτητο τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία να είναι περισσότερο προσαρμοσμένα στα μεγέθη και τις ανάγκες της μικρομεσαίας επιχείρησης. Αλλά και οι τράπεζες να προσαρμόσουν κατάλληλα την προσέγγισή τους και να αναλάβουν έναν πιο ενεργό, συμβουλευτικό ρόλο. Διαφορετικά, τα αποτελέσματα ως προς την απορρόφηση των πόρων – και κυρίως ως προς τον αναπτυξιακό αντίκτυπο που ελπίζουμε ότι θα έχουν – θα είναι κατώτερα των προσδοκιών.
Με το ΕΣΠΑ, το Ελλάδα 2.0 και τα υπόλοιπα χρηματοδοτικά εργαλεία της νέας περιόδου, η χώρα μπορεί να γυρίσει οριστικά σελίδα. Να δημιουργήσει ένα νέο, υγιές, ανθεκτικό παραγωγικό πρότυπο. Να δημιουργήσει προϋποθέσεις για ανάπτυξη και ευημερία στα χρόνια που έρχονται.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτή την προσπάθεια. Κι έχουμε κάθε λόγο να τις κινητοποιήσουμε, να τις εμπνεύσουμε, να τις καθοδηγήσουμε.
Στο θέμα αυτό γνωρίζουμε ότι υπάρχει κοινή αντίληψη μεταξύ της κυβέρνησης και του Επιμελητηρίου μας. Και θα είμαστε πρόθυμοι να στηρίξουμε κάθε σχετική πρωτοβουλία».