Μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και των διαρθρωτικών ταμείων της Ε.Ε. η Ελλάδα αναμένεται να λάβει στα επόμενα επτά χρόνια, περίπου 70 δισεκατομμύρια ευρώ. Για πρώτη φορά, η χώρα θα έχει στη διάθεσή της τόσους πολλούς πόρους, ώστε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη της οικονομίας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της. Σε αντίθεση δε με την απουσία στρατηγικής στόχευσης, που χαρακτήρισε τη διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων στο παρελθόν, το σχέδιο αξιοποίησης αυτών των πόρων υπηρετεί συγκεκριμένες προτεραιότητες. Εστιάζει στην οικοδόμηση ενός βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης, με κύριους πυλώνες την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, τη θεμελίωση μιας περισσότερο ανταγωνιστικής και εξωστρεφούς οικονομίας.
Ειδικότερα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε πόρους ύψους 31 δις ευρώ, για τη στήριξη δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων. Το 60% αυτών των πόρων θα διατεθεί με τη μορφή επιδοτήσεων, για δράσεις που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την ενεργειακή αναβάθμιση, την πρωτογενή παραγωγή, τον τουρισμό με την προώθηση νέων μορφών. Το 40% θα διατεθεί μέσω των τραπεζών, με τη μορφή χαμηλότοκων δανείων για πράσινες επενδύσεις, για ψηφιοποίηση και ενσωμάτωση της καινοτομίας, για συνεργασίες και συγχωνεύσεις και ανάπτυξη της εξαγωγικής δραστηριότητας. Παράλληλα, εντός των επόμενων μηνών αναμένεται να ξεκινήσουν και τα προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ, με πρώτο το επιχειρησιακό πρόγραμμα για την Ανταγωνιστικότητα. Μέσω του νέου αυτού προγράμματος σχεδιάζεται να υλοποιηθούν δράσεις ύψους 4 δισ. ευρώ για την ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τα κονδύλια αυτά συνιστούν μια ιστορική ευκαιρία για τη χώρα και για τις επιχειρήσεις. Το ζητούμενο, όμως, είναι να μπορέσουν κατ’ αρχάς να απορροφηθούν έγκαιρα και – κυρίως – να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά οφέλη. Κρίσιμο ρόλο σε αυτή την προσπάθεια θα έχει η κινητοποίηση και η υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στις δράσεις της νέας περιόδου. Σήμερα, υπάρχουν αρκετές, μικρές κυρίως επιχειρήσεις, οι οποίες σχεδιάζουν συμβατές επενδυτικές κινήσεις, αλλά δεν γνωρίζουν πώς μπορούν να ωφεληθούν από τα νέα προγράμματα. Υπάρχουν, επίσης, πολλές δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εστιάζουν στρατηγικά σε θέματα ψηφιοποίησης, καινοτομίας, εξωστρέφειας και μεγέθυνσης μέσω συνεργασιών. Οι επιχειρήσεις αυτές γνωρίζουν και μπορούν να επωφεληθούν από όλο το φάσμα των διαθέσιμων δράσεων, ωστόσο για λόγους που σχετίζονται κυρίως με το μικρό τους μέγεθος, δεν διαθέτουν κατάλληλα διαμορφωμένα επιχειρηματικά πλάνα.
Τα κενά αυτά, πρέπει να αντιμετωπιστούν συντονισμένες δράσεις από την Πολιτεία, τους φορείς τις αγοράς και βεβαίως τις τράπεζες. Ειδικότερα οι τράπεζες – πέρα από την τυπική αξιολόγηση – θα πρέπει να αναλάβουν ενεργότερο συμβουλευτικό ρόλο, για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Να παρέχουν κατάλληλη καθοδήγηση και τεχνική υποστήριξη, ώστε όσο το δυνατόν περισσότερες μικρές επιχειρήσεις να μπορέσουν να διαμορφώσουν βιώσιμα, επιλέξιμα επιχειρηματικά σχέδια και να αντλήσουν χρηματοδότηση για την υλοποίησή τους.
Το ΕΒΕΑ θα στηρίξει αυτό το στόχο, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες ενημέρωσης των μελών του, αλλά και συνεισφέροντας τις δομές, τη γνώση και την εμπειρία των στελεχών του, στο πλαίσιο κοινών δράσεων με άλλους φορείς.
Σε κάθε μεγάλο μετασχηματισμό, όπως αυτός που επιχειρείται με τους πόρους της νέας περιόδου, αναπόφευκτα κάποιοι μένουν πίσω. Όμως, σε αυτούς που θέλουν και μπορούν να προχωρήσουν μπροστά, οφείλουμε να δώσουμε κάθε δυνατή ευκαιρία και στήριξη. Η επιτυχής κινητοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το τελικό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων της νέας περιόδου, αλλά κυρίως την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στα χρόνια και τις δεκαετίες που έρχονται.
Γ. Μπρατάκος
Πρόεδρος ΕΒΕΑ