Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία που δημοσίευσε την περασμένη Τρίτη η Eurostat, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη εκτιμάται ότι κατέγραψε το Μάιο νέο ιστορικό υψηλό ρεκόρ, φθάνοντας στο 8,1% από 7,4% τον Απρίλιο, ενώ στην Ελλάδα, άγγιξε το 10,7% από 9,1% τον Απρίλιο.
Η συνεχής επιτάχυνση του πληθωρισμού δημιουργεί όλο και υψηλότερες πιέσεις, σε επίπεδο νομισματικής και οικονομικής πολιτικής. Από τη μια, καθιστά σχεδόν αναπόφευκτη την αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία ενδέχεται να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις, θα δημιουργήσει όμως νέους κινδύνους για την Ελλάδα, οδηγώντας σε άνοδο του κόστους δανεισμού τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Από την άλλη, επιβάλλει γενναίες παρεμβάσεις για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής, καθώς οι ανατιμήσεις πιέζουν ασφυκτικά το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και δοκιμάζουν τις αντοχές των επιχειρήσεων, αυξάνοντας το κόστος σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και διανομής.
Η επιβάρυνση, ωστόσο, είναι μεγαλύτερη για τους οικονομικά ασθενέστερους, που βιώνουν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, σε σχέση με τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια. Όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, ο πληθωρισμός εκτιμάται στο 8,5% για τα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 3.500 το μήνα κυμαίνεται, ενώ φθάνει στο 11,1% για τα νοικοκυριά με εισόδημα από 751 ως 1.100 ευρώ. Οι αποκλίσεις αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα καταναλώνουν αναλογικά μεγαλύτερο μέρος του για ενέργεια και διατροφή, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται περισσότερο από την άνοδο των τιμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εξίσωση που οφείλει να λύσει σήμερα η κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Οι παρεμβάσεις στήριξης θα πρέπει να συνεχιστούν, για όσο διαρκεί αυτή η κρίση. Ωστόσο, θα πρέπει να αποκτήσουν ακόμη πιο ξεκάθαρη στόχευση, ώστε να προστατεύουν τα νοικοκυριά που έχουν περισσότερο ανάγκη από βοήθεια. Χρειάζεται, παράλληλα, να διασφαλιστεί ότι η χρηματοδότηση των μέτρων θα προέρχεται από την αύξηση των κρατικών εσόδων ή από την εξοικονόμηση δαπανών και όχι από νέο – ακριβότερο – δημόσιο δανεισμό.
Είναι, επίσης, ακόμη πιο εμφανής και επιτακτική σήμερα η ανάγκη να ενισχύσουμε τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, σε όρους ποσότητας και ποιότητας. Πρόκειται για ζωτικής σημασίας στόχο, προκειμένου η χώρα να εξαρτάται λιγότερο από τις εισαγωγές βασικών, ενδιάμεσων και τελικών αγαθών, αλλά και να αυξήσει τα έσοδά της εξάγοντας προϊόντα και υπηρεσίες, με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που επιδεινώνεται, κάθε κίνηση επιβάλλεται να είναι προσεκτικά μελετημένη. Η πλειοδοσία παροχών και υποσχέσεων είναι μια εύκολη και ανέξοδη πρακτική. Δεν δίνει, ωστόσο, λύσεις σε ένα πρόβλημα σύνθετο, με παγκόσμια διάσταση, όπως είναι ο πληθωρισμός. Η προστασία των ευάλωτων, η διατήρηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και η επιτάχυνση του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας, συνθέτουν τη δύσκολη αλλά εθνικά κρίσιμη πρόκληση, που καλούμαστε να διαχειριστούμε.