Η προεκλογική περίοδος δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική για την αγορά – η λέξη «αγορά» αναφέρεται πρωταρχικά στην κατανάλωση και, δευτερευόντως, μόνο στην επένδυση. Ο βασικός παράγοντας που καθορίζει τις εξελίξεις είναι το πολιτικό κλίμα. Αυτό όλα είναι γνωστό, για να μην πω χιλιοειπωμένο.
Αν η προεκλογική περίοδος είναι ήρεμη ο πολίτης δεν θα μειώσει τις δαπάνες του. Στον βαθμό που ορισμένοι μπορεί να το κάνουν διότι λειτουργούν στη λογική «φύλαγε τα ρούχα σου, να έχεις τα μισά», αυτό θα αντισταθμιστεί από τις πρόσθετες δαπάνες που δημιουργούνται από τις ίδιες τις προεκλογικές εκστρατείες. Αν, για παράδειγμα, υπάρξει απώλεια τζίρου στα ρούχα, αυτή μάλλον σίγουρα θα υπερκαλυφθεί από την πρόσθετη δαπάνη σε χαρτί, σε συγκεντρώσεις, σε διαφήμιση, σε μεταφορές και μετακινήσεις κ.ο.κ.
Στον τομέα των επενδύσεων το θέμα μπορεί δυνητικά να γίνει πιο περίπλοκο. Αν η προοπτική είναι πως η επόμενη κυβέρνηση διαπνέεται από πνεύμα που δεν είναι ιδιαίτερα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, τότε μπορεί να υπάρξει αναβολή στην έναρξη μίας προγραμματισμένης επένδυσης, μέχρι να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο. Στην αντίθετη περίπτωση, το επενδυτικό πρόγραμμα θα κυλίσει ομαλά.
Το θέμα με την ελληνική προεκλογική περίοδο είναι πως κατά τα φαινόμενα θα διεξαχθεί σε συνθήκες πόλωσης, κι αυτό είναι πολύ πιθανό ότι θα επηρεάσει αρνητικά την αγορά. Το πρόσθετο κακό, είναι ότι η πόλωση συμπίπτει με περίοδο αλλεπάλληλων κρίσεων – οπότε έχουμε μία κοινωνία κάπως φοβισμένη, αρκετά συγκρατημένη, όχι όμως ιδιαίτερα αγανακτισμένη. Την ανησυχεί πρωταρχικά ο πληθωρισμός που συνδυάζεται με το κόστος της ενέργειας, και ακολουθούν τα άλλα μεγάλα θέματα όπως η πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση, ο Τουρκικός αναθεωρητισμός.
Η ελληνική κοινωνία πέρασε διά πυρός και σιδήρου τη δεκαετία 2010-2019. Στο τέλος της πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα να ανασάνει. Αντ’ αυτής ήρθε η πανδημία, η Τουρκία, ο πόλεμος, το περιβάλλον. Η κυβέρνηση στάθηκε δίπλα στον πολίτη με τα μέτρα στήριξης και με την ψηφιακή επανάσταση. Πολλοί ερμηνεύουν την αύξηση των καταθέσεων ως ένδειξη ότι η κυβέρνηση έδωσε πολλά λεφτά, ακόμη και σ’ αυτούς που δεν τα χρειάζονταν. Επιλέγω μία άλλη ερμηνεία: ακριβώς επειδή έχει υποστεί μεγάλη πτώση στο εισόδημα του, ο Έλληνας δεν βιάστηκε να ξοδέψει το επίδομα. Το αποταμίευσε—για ώρα ανάγκης. Γιατί, κατέκτησε πλέον τη γνώση ότι «η ώρα ανάγκης» τείνει πλέον να γίνει επαναλαμβανόμενη κανονικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό δεν θεωρώ ότι η κυβέρνηση χρειάζεται ή θα θελήσει να πάρει μέτρα για την τόνωση της αγοράς, ειδικά στην προεκλογική περίοδο και ειδικά για προεκλογικούς λόγους. Η δημοσιονομική πειθαρχία εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για την Ε.Ε., ακόμη κι όταν οι οικονομικές συνθήκες απαιτούν το αντίθετο. Τα δημοσιονομικά περιθώρια που υπάρχουν μειώνονται διαρκώς και οφείλουν, πολύ στοχευμένα μάλιστα, να στηρίξουν τους ευάλωτους στην τρέχουσα κρίση πολίτες. Όχι τις συγκυριακές και δη προεκλογικές διακυμάνσεις της αγοράς.
Εξάλλου, τα μέτρα θα ήταν καθαρά προσωρινού χαρακτήρα και δεν θα μπορούσαν ουσιαστικά να επηρεάσουν την αγορά. Η αγορά θα αντιδράσει κατά κύριο λόγο στο αποτέλεσμα των εκλογών και όχι στην προεκλογική περίοδο – εκτός κι αν το αποτέλεσμα γίνει ορατό πολύ πριν από την ημέρα των εκλογών.
Εξάλλου, η συνέχιση και επέκταση μίας επιδοματικής πολιτικής ενέχει σοβαρούς κινδύνους, που άπτονται περισσότερο της ψυχολογίας και λιγότερο της οικονομίας. Συγκεκριμένα, στην περίοδο χονδρικά της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η κοινωνία μας έμαθε να ζει με επιδόματα, επιχορηγήσεις, δάνεια. Όπως οι περισσότερες – αν όχι όλες οι χώρες, ζήσαμε ζωή μεγιστάνων με τα χρήματα άλλων. Ήταν εθισμός που ενθαρρύνθηκε και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όταν ήρθε, όμως, η ώρα της πληρωμής του λογαριασμού, τότε ανακαλύψαμε το πραγματικό τίμημα των δέκα πιστωτικών καρτών που είχαμε στο πορτοφόλι μας.
Αν κρίνει κανείς από τη σημερινή συμπεριφορά της οικογένειας, μέσα από τον πόνο της δεκαετούς κρίσης, ο πολίτης ξεπέρασε τον εθισμό του. Δεν υπάρχει λόγος να τον σπρώξουμε ξανά σ’ αυτήν τη νοοτροπία – και η τελευταία τριετία δεν ενδείκνυται ως το καλύτερο παράδειγμα. Είναι εύκολο να μάθεις να ζεις με κρατική ενίσχυση, δύσκολο να αποβάλεις τη συνήθεια.
Είναι σαφές ότι τα επιδόματα θα συνεχίσουν και πρέπει να συνεχιστούν. Σημασία, όμως, έχει ότι στο στάδιο που βρίσκονται η οικονομία και η κοινωνία, στη φάση που διέρχεται η παγκόσμια τάξη, το επίδομα πρέπει να είναι προσεκτικά στοχευμένο – ώστε να είναι πράγματι αποτελεσματικό.
Η όξυνση, η πόλωση, η τοξικότητα δεν συμφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Συμφέρουν μόνο τους λίγους που έχουν ως στόχο την αναστάτωση και την ανατροπή, ως μέθοδο κατάκτησης της εξουσίας. Πιστεύω ότι ως κοινωνία είμαστε αρκετά ώριμοι να το συνειδητοποιήσουμε. Το όφελος για το άτομο, για την οικογένεια, για την αγορά θα είναι ορατό και μετρήσιμο.