Ζητούμενο η ποιότητα και η ανθεκτικότητα της ανάπτυξης
Η φετινή Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης διεξάγεται σε ένα περιβάλλον έντονης γεωπολιτικής αστάθειας και κινδύνων για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Παρά τις εξωτερικές πιέσεις, η Ελλάδα συνεχίζει και το 2024 να σημειώνει σημαντικά υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από τον μέσο όρο της Ε.Ε., τάση που εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί και το 2025.
Παραμένουν, ωστόσο, μια σειρά από παράγοντες προβληματισμού. Ο πρώτος αφορά, ασφαλώς, την επίπτωση που θα έχουν στην ελληνική οικονομία οι συνθήκες αστάθειας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Η πρόσφατη αναζωπύρωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή και το ενδεχόμενο περαιτέρω εξάπλωσης του πολέμου στην ευρύτερη περιοχή, προκαλούν ανησυχία για νέες αρνητικές επιπτώσεις στον ενεργειακό τομέα και στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο κίνδυνος είναι να έχουμε μια νέα έκρηξη τιμών, η οποία θα προκαλέσει δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας, ενώ δεν πρέπει να αγνοείται και η πιθανότητα νέας αύξησης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων. Ελπίδα όλων είναι να ευοδωθούν οι διπλωματικές προσπάθειες για αποκλιμάκωση της κρίσης. Στο μεταξύ όμως η ρευστότητα εξακολουθεί να κυριαρχεί, επηρεάζοντας αρνητικά την ανάπτυξη στην Ευρώπη και δημιουργώντας εμπόδια στην πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.
Σε εγχώριο επίπεδο, ανησυχία προκαλούν μια σειρά από ζητήματα – συγκυριακά όσο και δομικά – όπως, ο επίμονος πληθωρισμός σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, η διεύρυνση του ελλείμματος στο εξωτερικό ισοζύγιο, αλλά και η εντεινόμενη δυσκολία εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού και η αναντιστοιχία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς δεξιοτήτων. Προκλήσεις, σε δημοσιονομικό επίπεδο, δημιουργεί και η υποχρέωση τήρησης των νέων κανόνων της Ε.Ε., που θα τεθούν σε ισχύ από τον Ιανουάριο του 2025 προβλέποντας – μεταξύ άλλων – συγκεκριμένο όριο αύξησης των πρωτογενών δαπανών.
Σε αυτό το περιβάλλον, είναι προφανές ότι η θετική ως τώρα πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Στόχος της χώρας παραμένει επίτευξη υψηλού και διατηρήσιμου ρυθμού ανάπτυξης, με στόχο αφενός τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, αφετέρου τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους μεσοπρόθεσμα.
Ως αποτέλεσμα της δυναμικής τροχιάς των τελευταίων ετών, η Ελλάδα πέτυχε την τριετία 2021 – 2023 σωρευτική αύξηση του πραγματικού κεφαλήν ΑΕΠ κατά 18,6%, που αποτελεί μια από τις υψηλότερες επιδόσεις στην Ε.Ε. Ωστόσο, το χάσμα που δημιουργήθηκε στο κατά κεφαλήν εισόδημα, εξαιτίας των αλλεπάλληλων κρίσεων της προηγούμενης 15ετίας, παραμένει μεγάλο. Για να καλυφθεί, θα πρέπει το ΑΕΠ της χώρας να συνεχίσει να μεγεθύνεται ταχύτερα σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ – 27, για αρκετά ακόμη χρόνια.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τρέξουμε ακόμη πιο γρήγορα και – κυρίως – να διαμορφώσουμε ένα υπόδειγμα ανάπτυξης, το οποίο θα είναι περισσότερο ανθεκτικό απέναντι σε εξωγενείς κρίσεις και κινδύνους. Ζητούμενο δεν είναι μόνο η ταχύτητα, αλλά και η ποιότητα και η ανθεκτικότητα της ανάπτυξης, καθώς και η συνεχής ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Στα χρόνια που έρχονται η μεγέθυνση του ΑΕΠ οφείλει να στηριχθεί περισσότερο στους πυλώνες των επενδύσεων, της παραγωγής και των εξαγωγών και λιγότερο στην κατανάλωση.
Χρειάζεται να προσπαθήσουμε περισσότερο, ώστε η μεταποίηση να αυξήσει τη συμμετοχή της στο 15% του ΑΕΠ, να αποκτήσουμε περισσότερες μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις, να αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής, να στηριχθεί αποτελεσματικότερα η νεοφυής επιχειρηματικότητα και το οικοσύστημα καινοτομίας της χώρας και να φθάσουν οι εξαγωγές στο 70% του ΑΕΠ έως το 2030.
Χρειάζεται να βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο τις επιδόσεις της χώρας και των επιχειρήσεων, σε θέματα ψηφιακής μετάβασης, στην παραγωγή και τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, που διακρίνονται από καινοτομία, υψηλή τεχνολογική εξειδίκευση.
Χρειάζεται να προσελκύσουμε περισσότερες ακόμη επενδύσεις, που αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας. Στα επόμενα χρόνια θα πρέπει οι επενδύσεις στη χώρα να αυξάνονται με πολλαπλάσιο ρυθμό, από αυτόν της υπόλοιπης οικονομίας, ώστε να λειτουργήσουν ως επιταχυντής της ανάπτυξης. Πέρα από το ύψος των κεφαλαίων που επενδύονται, είναι σημαντικό να αναβαθμιστεί και το μείγμα των επενδύσεων, ώστε να υποστηριχθεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας.
Η τρέχουσα περίοδος, αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για να επιταχύνουμε τα βήματά μας. Η ελληνική οικονομία έχει ανακτήσει την αξιοπιστία της, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχει αποκατασταθεί, ενώ η υλοποίηση των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ λειτουργεί ως ανάχωμα στις εξωτερικές πιέσεις.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε την ευκαιρία. Πρέπει να συνεχίσουμε ακόμη πιο αποφασιστικά στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, της δημοσιονομικής υπευθυνότητας, της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων.
Η προσπάθεια οφείλει να είναι κοινή. Απαιτεί συνένωση δυνάμεων, συναντίληψη και γόνιμες συνέργειες μεταξύ της Πολιτείας, των κοινωνικών εταίρων, των φορέων της αγοράς, της ερευνητικής και επιστημονικής κοινότητας. Προϋποθέτει ισχυρές, υγιείς επιχειρήσεις οι οποίες θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους, να παραμείνουν ανταγωνιστικές, να μετουσιώσουν τις ευκαιρίες σε αξία για την οικονομία και για την κοινωνία.
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, συμπληρώνοντας φέτος 105 χρόνια λειτουργίας, συνεχίζει να συμμετέχει εποικοδομητικά στο δημόσιο διάλογο, να στηρίζει ουσιαστικά τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.